κελεύω

κελεύω
(ΑΜ κελεύω)
παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω
νεοελλ.
(για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος»)
αρχ.
1. (αντίθ. τού επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ
2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή
3. σπρώχνω προς τα εμπρός, ωθώ, οδηγώ με βία, βιάζω («ἴπποι, τοὺς ὁ γέρων ἐφέπων μάστιγι κέλευεν κατὰ ἄστυ», Ομ. Ιλ.)
4. (για ναύκληρο) δίνω τον ρυθμό στους κωπηλάτες
5. διευθύνω
6. προτείνω («συνηγόρευσες τοῑς κελεύουσιν ἀποκτεῑναι», Λυσ.)
7. τραγουδώ ρυθμικό άσμα
8. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) κελευόμενον
η παραγγελία, η διαταγή
9. φρ. εκκλ. «κέλευσον, δέσποτα» — προσφώνηση διακόνου ή αναγνώστη προς τον αρχιερέα για να αρχίσει να ψάλλει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κελ-εύ-ω συνδέεται με τα ρ. κέλλω «οδηγώ, ξεκινώ» και κέλομαι «παροτρύνω, διατάζω» και εμφανίζει παρέκταση -ευ (πρβλ. κέλευθος), η οποία όμως είναι ανερμήνευτη. Το ρ. κελεύω είχε αρχικά τη σημ. «κατευθύνω προς, ωθώ προς», από την οποία έφθασε να χρησιμοποιείται με τη σημ. «διατάζω, παρακαλώ». Διακρίνεται από τα συνώνυμά του εντέλλομαι, επιτάσσω, προστάσσω, γιατί τα τελευταία έχουν εντονότερη την έννοια τής προσταγής.
ΠΑΡ. κέλευση, κέλευσμα, κελευστής
αρχ.
κελευσμός, κελευσμοσύνη, κελευστικός, κελευστός, κελεύστωρ, κελευτής, κελευτιώ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αντικελεύω, εγκελεύω, επεγκελεύω, επικελεύω, κατακελεύω, προκελεύω, συγκελεύω, συνεπικελεύω, υποκελεύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κελεύω — urge pres subj act 1st sg κελεύω urge pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκελευσμένα — κελεύω urge perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκελευσμένᾱ , κελεύω urge perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκελευσμένᾱ , κελεύω urge perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύετε — κελεύω urge pres imperat act 2nd pl κελεύω urge pres ind act 2nd pl κελεύω urge imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύσουσι — κελεύω urge aor subj act 3rd pl (epic) κελεύω urge fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κελεύω urge fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύσουσιν — κελεύω urge aor subj act 3rd pl (epic) κελεύω urge fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κελεύω urge fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύσω — κελεύω urge aor subj act 1st sg κελεύω urge fut ind act 1st sg κελεύω urge aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύῃ — κελεύω urge pres subj mp 2nd sg κελεύω urge pres ind mp 2nd sg κελεύω urge pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκελευκότα — κελεύω urge perf part act neut nom/voc/acc pl κελεύω urge perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκελευσμέναι — κελεύω urge perf part mp fem nom/voc pl κεκελευσμένᾱͅ , κελεύω urge perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκελευσμένον — κελεύω urge perf part mp masc acc sg κελεύω urge perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”